γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

«Και φτωχός αν είσαι, να είσαι νοικοκύρης» έλεγαν οι παλιοί Φλωρινιώτες και το εννοούσαν. 
Ο παλιός τρόπος ζωής τους είχε μάθει να βγάζουν δέκα παράδες, εννιά να τρώνε και έναν να αποταμιεύουν. 

Η αποταμίευση και η νοικοκυροσύνη ήταν έννοιες συνυφασμένες σε μια κοινωνία, χωρίς πλούτο και υπερβολές, χωρίς κοινωνικές παροχές, όπου κάθε νοικοκύρης έπρεπε να λογαριάσει καλά, ώστε να μη λείπει τίποτε από την οικογένεία του.

Αποταμίευση λοιπόν, μια καλή συνήθεια, που στις δύσκολες καταστάσεις έβγαζε τον καθένα από τα δύσκολα. 
Λίγα χρήματα στην άκρη και τα εμπόδια ξεπερνιόνταν. Αυτό ήταν γνωστό σε όλους και μάλιστα οι μεγαλύτεροι μάθαιναν τους μικρότερους να αποταμιεύουν τα ελάχιστα χρήματα τους, που περιστασιακά έπαιρναν, ώστε να τα αξιοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο. 
Το μαγικό κουτί της αποταμίευσης για τα παιδιά ήταν ο κουμπαράς, ο πήλινος κουμπαράς, όπου έριχναν τα λίγα κέρμα τους, για να συνηθίσουν από μικροί να μη σπαταλούν τα χρήματα, αλλά να τα μαζεύουν και να τα χρησιμοποιούν την κατάλληλη στιγμή, αγοράζοντας κάτι χρήσιμο.

Από τα χρόνια της τουρκοκρατίας και μέχρι την δεκαετία του 1960, οι πήλινοι κουμπαράδες κατασκευάζονταν από τους αγγειοπλάστες της Φλώρινας και πουλιόνταν στην πόλη και στα χωριά. 
Οι πήλινοι κουμπαράδες της Φλώρινας είχαν σχήμα κυλινδρικό, αλλά στο πάνω μέρος φάρδαιναν κάνοντας κοιλιά και κατέληγαν σε μια λαβή στην κορυφή του κουμπαρά. 
Στο πάνω μέρος στα πλάγια υπήρχε και μια σχισμή, από όπου έριχναν τα κέρματα. Το ύψος του ήταν μικρότερο από τα είκοσι εκατοστά. Ο κουμπαράς ήταν ένας μικρός θησαυρός για τα παιδιά και ήταν πάντα κρυμμένος σε κάποιο ντουλάπι για να μη φαίνεται. 
Εξάλλου όλοι οι θησαυροί είναι πάντα κρυμμένοι κάπου. Αλλιώς δεν θα ήταν θησαυροί. Κάθε φορά που κάποιος έδινε χρήματα στα παιδιά, οι μάνες φρόντιζαν να τα ρίξουν στον κουμπαρά, για να γεμίσει. 
Αλλά και τα παιδιά όσα χρήματα έβγαζαν στα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς τα έριχναν στον κουμπαρά. Τότε πραγματικά γέμιζε ο κουμπαρά με πενταροδεκάρες και κουδούνιζε όταν τα παιδιά τον κουνούσαν ρυθμικά. Ένα κουδούνισμα μοναδικό που έφερνε χαρά στις καρδιές των παιδιών. Ήταν πλούσιοι. Τι ευχάριστη αίσθηση, παρόλο που τα κέρματα που κουδούνιζαν ήταν δεκάρες και πεντάρες.

Ο πήλινος κουμπαράς όμως είχε και ημερομηνία λήξεως. Το τέλος του ερχόταν με την αλλαγή του χρόνου τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς. Τότε μόλις έσβηναν και άναβαν τα φώτα, τοποθετούσαν τον πήλινο κουμπαρά στο τραπέζι και το παιδί με ένα σφυρί έσπανε τον κουμπαρά και ξεχύνονταν ο θησαυρός, που τόσους μήνες έκρυβε μέσα του. Τα παιδιά μετρούσαν τα χρήματα και τα ξαναμετρούσαν γεμάτα χαρά και ικανοποίηση. Δεν ήταν πολλά χρήματα, αλλά αυτό που μετρούσε ήταν η προσπάθεια των παιδιών να αποταμιεύσουν κάποια χρήματα. Ήταν η αρχή ενός τρόπου ζωής, που έπρεπε να μάθουν καλά, ώστε η νοικοκυροσύνη να τα καθοδηγεί σε όλη τους τη ζωή.

Θυμάμαι τον τελευταίο πήλινο κουμπαρά μου. Θα ήταν το 1960 περίπου, μια άνοιξη, όταν ο αγγειοπλάστης, ο κυρ Σωτήρης ήρθε στο σπίτι μας με ένα κάρο φορτωμένο με πήλινα αγγεία. Τότε αλλάζαμε τις στάμνες του νερού κάθε χρόνο, και ο κυρ Σωτήρης, αφού ξεφόρτωσε τις στάμνες μού έδωσε και ένα πήλινο κουμπαρά. Τι ήθελε και μου τον έδωσε! Όλα τα χρήματα μου πήγαιναν στον κουμπαρά και εγώ έμενα απένταρος. Ήμουν μικρός και δεν γνώριζα τι έκαμναν τα άλλα παιδιά με τους κουμπαράδες τους. Δεν άργησα όμως να μάθω πως βγάζουν τα χρήματα από τους πήλινους κουμπαράδες. Μου έμαθαν τα κόλπα τα μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς. Τα κορίτσια τότε συγκρατούσαν τα μαλλιά τους με πιάστρες, και οι γιαγιάδες με φουρκέτες. Οι συρμάτινες πιάστρες και οι φουρκέτες ήταν κατάλληλες για να διαρρήξει κανείς τον κουμπαρά του. Η φουρκέτα μάλιστα ήταν πιο εύχρηστη από την πιάστρα. Με την φουρκέτα, που ήταν σαν τσιμπιδάκι πιάναμε τα κέρματα στην σχισμή του κουμπαρά, αφού προηγουμένως τον γυρνούσαμε ανάποδα. Χαρά σε μας και σε όλη την γειτονιά, αν βγάζαμε κανένα κέρμα της μιας δραχμής. Όλοι μαζί τραβούσαμε προς το περίπτερο ή το μπακάλικο, καθώς με μια δραχμή αγόραζες δέκα καραμέλες. Οι κουμπαράδες όμως δεν άδειαζαν, καθώς βγάζαμε μερικά μόνο κέρματα. Πάντα με μέτρο. Το έλλειμμα αυτό το αναπληρώναμε με τα χρήματα που μαζεύαμε στα κάλαντα. Έτσι με το σπάσιμο του κουμπαρά το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, πάντα υπήρχαν κέρματα, που ξεχύνονταν στο τραπέζι και ικανοποιούσαν μικρούς και μεγάλους, επειδή το θεωρούσαν γούρι.

Στην δεκαετία του 1960, όλα άλλαξαν. Οι πήλινοι κουμπαράδες, που έφτιαχναν με τα χέρια τους πάνω στον τροχό οι αγγειοπλάστες, χάθηκαν και αντικαταστάθηκαν με κουμπαράδες του εμπορίου από λαμαρίνα και πλαστικό. Σπιτάκια, γουρουνάκια, σκυλάκια και χίλια δυο άλλα σχήματα πήραν την θέση του «κοιλαρά» πήλινου κουμπαρά, που χάθηκε για πάντα.


Δημήτρης Μεκάσης