Ο γάμος

Για τους Μικρασιάτες ο γάμος αποτελούσε ιερό καθήκον, τόσο για τους ίδιους όσο και για την κοινωνία. Αγαπούσαν την οικογένεια και φρόντιζαν να τη δημιουργήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όπως κρατούσαν τις αρχές και την παράδοση στην πατρίδα, έτσι κι εδώ τώρα δεν άλλαξαν καμιά από τις όμορφες συνήθειές τους, όπως αυτή του γάμου. 

Όταν οι γονείς έβλεπαν ότι το παιδί μεγάλωνε, το συζητούσαν μεταξύ τους και πάντα με τη σύμφωνη γνώμη του νονού, έστελναν προξενιά για να το παντρέψουν. Τα κορίτσια από 10-15 χρονών ήταν όλα αρραβωνιασμένα. Για την προίκα τους φρόντιζαν ήδη από την ώρα που γεννιόταν κι έλεγαν: «Το κορίτσι στο πεσούκι και η προίκα στο σεντούκι».
         

Εδώ πρέπει να πούμε πως οι μικρασιάτες δε συνήθιζαν να παντρεύουν τα παιδιά τους μακριά στα ξένα. Ένας από τους λόγους ήταν ότι ήθελαν να έχουν τα παιδιά κοντά τους, ώστε κάθε ώρα και στιγμή να βλέπουν πως περνούν. Κι εδώ στη δεύτερη, προσωρινή πατρίδα ένας λόγος παραπάνω, αφού πίστευαν πως όταν ησύχαζαν τα πράματα και γυρνούσαν πίσω στην πατρίδα, δε θα ήθελαν με κανένα τρόπο να αφήσουν πίσω τα παιδιά τους.
Στην πατρίδα, όπως κι εδώ, τη Δευτέρα μια εβδομάδα πριν από το γάμο στα σπίτια των μελλόνυμφων γίνονταν γενική καθαριότητα. Ασβέστωναν, έχριζαν με κοκκινόχωμα τα χαγιάτια, τα πεζούλια γύρω στις αυλές. Την ίδια μέρα ο γαμπρός με τους φίλους του πήγαιναν στο βουνό και έφερναν ξύλα για το τζάκι και το ψήσιμο των φαγητών για τις ημέρες του γάμου.

Οι μεζέδες για τα κεράσματα ετοιμάζονταν πάνω σε τσίγκινους, μεγάλους και αστραφτερούς δίσκους, με δύο χερουλάκια στις άκρες τους. Τους είχαν αγορασμένους επί τούτου για τέτοιες μεγάλες μέρες. Τα μεζελίκια αυτά ήταν τα ‘κιοφτούδια’, μικρά μικρά στρόγγυλα κεφτεδάκια μαζί με μπόλικα ‘τουβλούδια’,
κάτι ζυμαρένιοι, μικροί κύβοι, ζυμωμένοι με μπυρομαγιά και διάφορα μπαχαρικά. Στη μέση του δίσκου είχαν την καράφα με το τσίπουρο και τις ‘δαχτυλήθρες’, εκείνα τα μικρά, ρηχά ποτηράκια, που χωρούσαν τσίπουρο μια ρουγκλιά.
Την Τρίτη καλούσαν τους ξένους, δηλαδή αυτούς που δεν ήταν συγγενείς, μ’ ένα κεράκι κι ένα κομμάτι κόκκινη ζάχαρη. Την Τετάρτη έστελνε ο γαμπρός τα ‘παλουκούδια’ στο σπίτι της νύφης. Αυτά ήταν δύο καρφιά και πάνω τους τυλιγμένος, σπάγκος για να κρεμάσουν την προίκα. Η προίκα ήταν όλη φιαγμένη από τα χέρια της νύφης, υφασμένη στον αργαλειό, κεντημένη και ραμμένη με πολύχρωμες κλωστές κι ολομέταξα υφάσματα. Την ημέρα αυτή μαζεύονταν οι φιληνάδες της νύφης για να κρεμάσουν την προίκα της στην καλή της κάμαρα. Αφού τελείωναν το σχολαστικό κρέμασμα, τραγουδούσαν τη νύφη με τραγούδια επαινετικά για την προκοπή της. Μαζί και με άλλα τραγούδια του γάμου, με γέλια και φωνές δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα γιορταστική στη ‘χαρά’, όπως αποκαλούσαν το γάμο.


Την Πέμπτη ζύμωναν τα πρωτόψωμα. Έβαζαν τη σκάφη σ’ ένα τραπέζι και δυο αντικριστές κοπέλες κοσκίνιζαν και ζύμωναν το αλεύρι ενώ άλλες τραγουδούσαν κι άλλες χόρευαν χτυπώντας νταερέ. Οι ελεύθερες κι οι νιόπαντρες έπρεπε με τη σειρά τους να ζυμώσουν τα πρωτόψωμα. Όλες μαζί βοηθούσαν να γεμίσουν τα ταψιά. Πολλά ταψιά με πρωτόψωμα για να φτάσουν στα καλέσματα και να κρατήσουν ένα για να το σπάσουν στο κεφάλι της νύφης την ημέρα του γάμου.
Την Παρασκευή καλούσαν τους συγγενείς μ’ ένα κομμάτι πρωτόψωμο κι ένα κερί. Για τους πολύ κοντινούς συγγενείς το κομμάτι ήταν μεγαλύτερο. Τους αρραβωνιασμένους τους καλούσαν μ’ ένα ολόκληρο ταψί και με  τα όργανα να παίζουν.

Το Σαββάτο ήταν η μέρα του λουτρού. Τη νύφη συνόδευαν οι φιληνάδες της και το γαμπρό οι φίλοι του μέχρι εκεί. Υπήρχαν δημόσια λουτρά, χωριστά για τους άντρες και χωριστά για τις γυναίκες. Πάντα με τραγούδια και όργανα, όπως το βιολί και το ούτι, που έπαιζαν ασταμάτητα.
Αφού γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού, άρχιζε η διαδικασία του μπερμπερίσματος. Στο κέντρο της καλής κάμαρας κάθιζαν το γαμπρό σε μια καρέκλα, με τα πόδια του να πατούν μέσα σ’ ένα μεγάλο σινί. Κι αυτό για να `ναι σιδερένιος και γερός.

 Αργά αργά οι φίλοι του τον ξύριζαν τραγουδώντας το τραγούδι του γάμου:
       Ήρθε η ώρα η καλή
       και η ευλογημένη
       να πάρει ο νιος την πέρδικα
       τη χρυσοστολισμένη.

Παράλληλα ετοίμαζαν και τα ‘καβάδια’. Αυτά ήταν το νυφικό μαζί με ένα επίσημο φόρεμα, για να το φορέσει η νύφη μετά το γάμο, τα παπούτσια και το καθρεφτάκι για να στολιστεί. Τα τακτοποιούσαν επιμελώς πάνω σε δίσκους, για να τα πάνε στο σπίτι της νύφης, πάλι με συνοδεία συγγενών και οργάνων.
Στο σπίτι της νύφης επικρατούσε μια συγκινητική ατμόσφαιρα, αφού σε λίγες ώρες θα το αποχωριζόταν. Τα τραγούδια, μελαγχολικά κι αυτά, βάρυναν λίγο την ατμόσφαιρα:
Ο γαμπρός με τους συγγενείς του πήγαιναν να καλέσουν τον κουμπάρο χορεύοντας και τραγουδώντας το «Κέρνα μας-κέρνα μας». Εκεί τους περιμένουν με έκδηλη χαρά και τους κερνούνε τσίπουρο και μεζέδες. Στα πιάτα έχουν σερβιρισμένο και τον απαραίτητο ‘ζερτέ’. Μια σούπα από σιτάρι βρασμένο και πασπαλισμένο με κανέλα και λίγη ζάχαρη. Μετά από τα κεράσματα έπαιρναν τον κουμπάρο και όλοι μαζί διάβαιναν στο σπίτι της νύφης, όπου γλεντούσαν ως το ξημέρωμα.

Την Κυριακή από το πρωί, στο σπίτι του γαμπρού έπαιζαν τα όργανα. Στο σπίτι της νύφης ετοίμαζαν τους τσεβρέδες, δηλαδή τα δώρα για το γαμπρό και τους στενούς συγγενείς του. Τα έβαζαν πάλι σε δίσκους και τα πήγαιναν με όργανα στο σπίτι του γαμπρού. Εν τω μεταξύ η προίκα της νύφης ξεκρεμάστηκε και ετοιμάστηκε σε δίσκους και μπαούλα, για να `ρθούνε από το σόι του γαμπρού να την πάρουνε. Όταν έφτανε εκείνη η ώρα, κάποιος συγγενής της νύφης καθόταν επάνω σ’ ένα σεντούκι γεμάτο με τα προικιά της και δεν άφηναν να το πάρουν αν δεν έταζαν. Οι συγγενείς του γαμπρού έδιναν το μπαξίσι, αφού προηγούνταν ένα υποτιθέμενο παζάρι για να γίνει η ‘συναλλαγή’. Οι δύο πλευρές διαπραγματεύονταν με μεγάλη δόση χιούμορ, ώσπου εικονικά αγόραζε ο γαμπρός την προίκα και κουβαλώντας τη στα χέρια την πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, όπου την έραιναν με ρύζι για να στεριώσει.
Τώρα ήταν η ώρα να στολίσουνε τη νύφη τραγουδώντας την οι φίλες της τραγούδια επαινετικά για την ομορφιά και τα κάλλη της. Έπειτα την φορούσαν το πέπλο με επιμέλεια.
Ύστερα οι κοπέλες έκοβαν το πρωτόψωμο στο κεφάλι της και μοιράζονταν τα κομμάτια για να κολλήσουν και να καλοπαντρευτούν. Άλλες το έβαζαν το βράδυ στο προσκεφάλι τους για να ονειρευτούν τον καλό τους.
Έτσι φτάνει σιγά σιγά η ώρα, που η νύφη φιλά τα χέρια των γονιών της και τους αποχαιρετά.
Η μάνα έδενε με τρόπο διακριτικό ένα κομμάτι από δίχτυ ψαρά στη μέση της νύφης. Αυτό το έβαζαν για να προφυλάξει τη νύφη από κάθε κακό μάτι και σκέψη κάποιου πιθανού σατανικού εχθρού. Τώρα πλέον η νύφη ήταν έτοιμη, στολισμένη και καμαρωτή, με τα μαλλιά της κότσο και με το αραχνοΰφαντο πέπλο να τον σκεπάζει πεσμένο ως κάτω στη μέση της.
Το νυφικό στις πιο παλιές εποχές ήταν ραμμένο από ολομέταξο ύφασμα, μπουφουρακένιο ατλάζι σε μορφή βράκας. Η μόδα όμως της Ευρώπης δεν άφησε ανεπηρέαστα ακόμα κι αυτά τα μικρασιατικά παράλια κι έτσι δειλά δειλά οι πιο νέες νύφες φόρεσαν το μακρύ ολόλευκο νυφικό, που δεν το νοίκιαζαν αλλά αγόραζαν λευκό, μεταξωτό ύφασμα, το έραβαν μόνες τους και το κρατούσαν για όλη τους τη ζωή. Οι δαντελωτές γιρλάντες γύρω στον ποδόγυρο, στη μέση και στα μανίκια μαζί με το χειροκέντητο πέπλο αποτελούσαν ένα εργόχειρο μοναδικής τέχνης.
Οι στιγμές ήταν γεμάτες συγκίνηση αυτή την ώρα του αποχωρισμού και έξω η μουσική από τα όργανα σήμαινε τον ερχομό του γαμπρού και του κουμπάρου. Ο γαμπρός φτάνει έξω από την πόρτα της νύφης και τη βρίσκει κλειστή. Από μέσα ακούγονται οι φωνές των κοριτσιών, που ζητούν χρήματα, μπαξίσι. Ο γαμπρός πληρώνει, μα οι κοπέλες ζητούν περισσότερα γιατί η νύφη είν’ όμορφη και ακριβή. Διασκεδάζουν κι εδώ λίγο τη στιγμή του παζαριού και τελικά ανοίγουν την πόρτα, αφού πάρουν πρώτα το απαραίτητο ρεγάλο.
Στη συνέχεια ο γαμπρός φιλά το χέρι των γονιών της νύφης και ξεκινούν όλοι μαζί για την εκκλησία. Η νύφη κατεβαίνοντας τις σκάλες στέκει στην εξώπορτα, γυρνά το πρόσωπο κι αντικρίζει το σπίτι. Είναι η ώρα που ο πατέρας της πατάει το κεφάλι τρεις φορές και η νύφη σκύβει σε θέση μετάνοιας, ως ένδειξη αποχαιρετισμού.
Ύστερα στεκόταν στην πόρτα κάποιος που γνώριζε ψαλτική και έψαλε το τροπάριο της Παρθένου Παναγίας. Αυτός ο ψαλμός ικανοποιούσε ηθικά τον πατέρα της νύφης, γιατί ο ύμνος της Παρθένου ψάλονταν μονάχα σε νύφες, που παρέμεναν τίμιες ως την ημέρα του γάμου τους. Τον γέμιζε υπερηφάνεια, γι’ αυτό και έδινε μπαξίσι σ’ αυτόν που τον έψαλε.
Τα όργανα έπαιζαν ακούραστα μπροστά, με τα παλικάρια να χορεύουν και τους καλεσμένους να ακολουθούν στο διάβα για την εκκλησία. Εκεί στην πόρτα περίμενε ο παπάς τους μελλόνυμφους για να τους μεταφέρει έναν έναν μπρος στην ωραία πύλη και ν’ αρχίσει το μυστήριο. Τα στέφανα ήταν της εκκλησίας και κοινά για όλους. Καμιά φορά και οι βέρες ήταν δανεικές, να τις φορέσουν οι μελλόνυμφοι την ώρα του μυστηρίου και ύστερα να τις επιστρέψουν.
Μετά τη στέψη ο δρόμος οδηγούσε στου γαμπρού το σπίτι. Από τα σπίτια που περνούσε το ψίκι, έβγαιναν οι δίσκοι με το ρακί και τα γλυκίσματα. Η νύφη κι ο γαμπρός περίμεναν υπομονετικά, ώσπου να κεραστούνε όλοι και συνέχιζαν. Αυτό επαναλαμβανόταν τόσες φορές όσα και τα σπίτια που έβγαζαν δίσκο. Ακόμα κι όταν έβρεχε ή χιόνιζε, αυτό δεν τους εμπόδιζε να χορεύουν, να πίνουν και να τραγουδούν στο δρόμο.
Κάποτε έφταναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί τους περίμεναν με καλωσορίσματα κι ευχές, όπως: να ζήσετε στεριωμένοι κλπ. Τους πρόσφεραν το σερμπέτι δηλ. νερό με ζάχαρη, όπως επίσης και καρύδια με μέλι. Έβαζαν ένα ψωμί στην αμασχάλη της νύφης και την οδηγούσαν στο εσωτερικό του νέου πλέον σπιτιού της. Την ώρα αυτή έπρεπε να φιλήσει τα χέρια των γονιών του γαμπρού και όλων των προσκεκλημένων. Έπειτα καθόταν στο κρεβάτι και την έφερναν δύο μικρά παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Τα κρατούσε για λίγο στα γόνατά της και όλοι την εύχονταν να αποκτήσει παιδιά.
Τη Δευτέρα το βράδυ, μετά την Κυριακή του γάμου, μαζεύονταν πάλι οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης φέρνοντας δώρα. Στρώνονταν τραπέζια και χόρευαν μέχρι το πρωί. Τη μέρα αυτή το έθιμο ήταν να τραγουδήσει η νύφη. Τα όργανα σταματούσαν και όλοι οι καλεσμένοι σώπαιναν για ν` ακουστεί το τραγούδι της νύφης, που στέκονταν καταμεσής της κάμαρης πλουμιστή και στολισμένη. Το τραγούδι αυτό μπορεί να ήτανε χαρούμενο για λυπητερό, ακόμα και μοιρολόι. Μ` αυτό η νύφη έβγαζε μέσα απ` τα σωθικά της τη χαρά, τη λύπη, καμιά φορά και το παράπονο, αφού οι άλλοι όριζαν τη ζωή και την τύχη της χωρίς να πάρουν τη δικιά της γνώμη.
Την Τρίτη ο γαμπρός με τους φίλους του πήγαινε επίσκεψη στο σπίτι της πεθεράς του κι ύστερα στου κουμπάρου.
Την επόμενη Κυριακή γινόταν η αντίχαρα. Η νύφη έβαζε το νυφικό της και στολιζόταν για να δεχτεί τους συγγενείς στο σπίτι της. Πάλι γλέντια, πάλι φαγιά, κρασιά και τραπεζώματα. Κι  έπειτα από σαράντα μέρες το ανδρόγυνο πήγαινε στην εκκλησία για να πάρει την ευλογία του παπά.

     Αυτά ήταν τα έθιμα του γάμου σε όλα τα μικρασιατικά χωριά, με εξαίρεση κάποιες μικρές παραλλαγές στα τραγούδια.