γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Στην δυτική άκρη της Φλώρινας ήταν το Κιατίπ Αλή τζαμί επί της σημερινής οδού Κοντοπούλου. Απέναντι από το τζαμί ήταν ένας τούρκικος καφενές, που συγκέντρωνε τους θαμώνες της γειτονιάς. Εκεί κατοικούσαν τούρκοι και αρκετοί τουρκαλβανοί. Οι τελευταίοι ήταν οικοδόμοι και έμεναν γύρω από τον καφενέ. Δεν γνωρίζουμε περισσότερα, επειδή οι προφορικές μαρτυρίες είναι ελάχιστες για την συγκεκριμένη γειτονιά. Οι λίγες χριστιανικές οικογένειες κατοίκησαν εκεί, μετά το 1917, και δεν είχαν πολλές σχέσεις με τους μουσουλμάνους γείτονές τους. Λίγα χρόνια μετά οι μουσουλμάνοι ανταλλάχτηκαν και η γειτονιά άλλαξε. Σε αυτήν κατοίκησαν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, την ανατολική Θράκη, αλλά και πολλοί από τα χωριά της Φλώρινας.

Το καφενείο του τούρκου και το σπίτι με τις μεγάλες αυλές, όλα αυτά,  αγοράστηκαν από τον Δημήτριο Πέιο, που καταγόταν από το χωριό Πράσινο. Ο Δημήτρης Πέιος, που ήταν οικοδόμος, έγινε καφετζής. Είχε και ένα καζάνι για το βράσιμο του τσίπουρου. Το καφενείο λειτουργούσε κανονικά, μέχρι τα γεράματά του και μετά το νοίκιασε στον Ηλία Τελαλίδη. Ήταν καφενείο και ουζερί και τσιπουράδικο. Ήταν περισσότερο εξοχικό με την υπέροχη αυλή του για τις ηλιόλουστες ημέρες, που προσήλκυε τους κατοίκους του κέντρου της πόλης .

Και όταν ο Δημήτριος Πέιος πάντρεψε την εγγονή του Ελένη με τον Ευκλείδη Βελλιάνη έδωσε ως προίκα και το καφενείο και το σπίτι. Ο Ευκλείδης ανακαίνισε τους χώρους, περιποιήθηκε την αυλή και λειτούργησε την ταβέρνα του, το 1957. Εξαιρετικά εδέσματα από τον Ευκλείδη και την Ελένη. Οι κεφτέδες με σάλτσα ντομάτας ήταν μοναδικοί και ήταν η σπεσιαλιτέ της ταβέρνας.  Έφτιαχνε και τασκεμπάπ και λουκάνικα. Κάπως έτσι ξεκίνησε η φημισμένη ταβέρνα του Ευκλείδη. Οι πρώτοι σερβιτόροι ήταν ο Φώτης Γιαννούλης και ο Γιώργος Βελλιάνης. Πολλοί νέοι εργάστηκαν ως σερβιτόροι ευκαιριακά.

Ο Ευκλείδης ήταν γεννημένος ταβερνιάρης. Από τα πρώτα χρόνια τοποθέτησε ένα πικάπ και τα μεγάφωνα τα στερέωσε στις ακακίες της αυλής. Αργότερα, μετά το 1960, προμηθεύτηκε και ένα τζουκ μποξ, όπου οι θαμώνες έριχναν κέρματα και άκουγαν το τραγούδι της αρεσκείας τους. Το τζουκ μποξ έπαιζε δίσκους των 45 στροφών και όλοι οι δίσκοι ήταν με λαϊκά τραγούδια και μερικά ρεμπέτικα. Ο Ευκλείδης ανανέωνε την δισκοθήκη του συχνά. Αγόραζε τους δίσκους από το κατάστημα του Κώστα Τυρπένου. Πήγαινε για δίσκους και έκαμνε ώρες ακούγοντας και διαλέγοντας. Συνήθως ήταν τραγούδια του Τσιτσάνη, του Χιώτη, του Παπαϊωάννου, του Βαμβακάρη και άλλων. Βέβαια δεν έλειπαν και τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, που τότε μεσουρανούσε. Η ταβέρνα του Ευκλείδη ήταν η μόνη στην Φλώρινα, που είχε τζουκ μποξ και τόσο πλούσια δισκοθήκη.


 Η ταβέρνα του Ευκλείδη διεύρυνε το μενού της και σέρβιρε τα γνωστά πιάτα της ταβέρνας και σαλάτες, καθώς και κρασιά, τσίπουρο, ούζο και μπύρες. Οι θαμώνες του γέμιζαν την μικρή ταβέρνα κάθε βράδυ. Το καλοκαίρι η αυλή ήταν γεμάτη τραπεζάκια και καμιά φορά για να εξυπηρετήσει τον κόσμο έβγαζε τραπεζάκια και στην πίσω αυλή. Το γλέντι άναβε με τα ποτά και τα λαϊκά τραγούδια και  κάποιοι σηκώνονταν για να χορέψουν ζεϊμπέκικο με όλες τις φιγούρες. Οι θαμώνες καμάρωναν τους μάγκες και συχνά τους κερνούσαν πιοτά. Η ταβέρνα του Ευκλείδη είχε συνυφανθεί με το καλό φαγητό, την ρετσίνα και τα λαϊκά τραγούδια. Είχε γίνει πασίγνωστη και πέρα από τα όρια της Φλώρινας.

Για τους νεαρούς της δεκαετίας του 1960 και μετά ήταν το κουτούκι του Ευκλείδη. Πολλοί έφηβοι σύχναζαν σε αυτό. Άλλοι ήταν εργαζόμενοι και άλλοι μαθητές λυκείου. Πάντα υπήρχε ο φόβος του χωροφύλακα και των καθηγητών. Ο Ευκλείδης όμως ήξερε και τους έκρυβε στο “ιδιαίτερο”, ένας χώρος πίσω από το μαγαζί.  Με καμάρι μιλούσαν οι μαθητές μεταξύ τους στο σχολείο, κάθε φορά που  κατάφερναν να πάνε και να γλεντήσουν στου Ευκλείδη, πάντα με τον φόβο της αποβολής από το σχολείο. Μερικά Σαββατόβραδα οι μαθητές πήγαιναν πιο νωρίς και έφευγαν, όταν έρχονταν οι μεγάλοι. Το καλοκαίρι βέβαια ήταν πιο εύκολα να πάνε και να γλεντήσουν στον Ευκλείδη, επειδή ήταν περίοδος διακοπών.

Θυμάμαι ένα βραδάκι πήγαμε και εμείς, μια παρέα μαθητών και αφού φάγαμε και ήπιαμε τις ρετσίνες μας, κάποιος ήθελε να σπάσει ένα ποτήρι. Το έβαλε στην άκρη του τραπεζιού και είπε ότι αν ρωτήσει ο Ευκλείδης θα πούμε έπεσε κατά λάθος. Το ποτήρι έπεσε “κατά λάθος” στο πάτωμα αλλά δεν έσπασε επειδή το πάτωμα ήταν χωματένιο.

Μια άλλη φορά βάλαμε στο τζουκ μποξ το τραγούδι «Αλήτη με είπες  μια βραδιά». Ένας από την παρέα σηκώθηκε να χορέψει ζεϊμπέκικο. Ο Ευκλείδης έβλεπε ακουμπισμένος στην πόρτα. Αφού χόρεψε και πριν καλά καθίσει ήρθε ο σερβιτόρος με μια πορτοκαλάδα. Ήταν κερασμένη από τον Ευκλείδη. Και όταν του είπαμε ότι εμείς πίνομε ρετσίνα, ο Ευκλείδης είπε ότι είμαστε νήπια και να πίνομε πορτοκαλάδες και όχι ρετσίνες. « Όταν το ζεϊμπέκικο το χορεύουν αλά Σκνίπα* τότε κερνάω ρετσίνες» είπε ο Ευκλείδης.

Αυτά γίνονταν στο κουτούκι του Ευκλείδη, τα χρόνια εκείνα που ήταν όμορφα χρόνια, αλλά πέρασαν πολύ γρήγορα.

* Ο Σκνίπας ήταν ο πρώτος ρεμπέτης της Φλώρινας και εξαιρετικός χορευτής.

Δημήτρης Μεκάσης