γράφει ο Δημήτρης Γάκης - Ιατρός


Φλώρινα 1972, κάτι τέτοιες μέρες...

Μεγάλο διάλειμμα, ένα Σάββατο στο Γυμνάσιο Αρρένων Φλωρίνης. Η σόμπα μπουμπουνίζει αλλά το κρύο από τα βορινά παράθυρα της αίθουσας, της 6ης τάξης, στο ισόγειο, δίπλα στο γραφείο του Γυμνασιάρχη, περνάει μέσα από τις χαραμάδες και μας ξυρίζει. Ποιος το λογαριάζει;

Ο Σπόρος, καθισμένος επάνω στο πρώτο θρανίο, στραμμένος προς τα εμάς, σηκώνει τα χέρια...

Σιγή επικρατεί στην μεγάλη παρέα που δεν βγαίνει έξω από την τάξη στο διάλειμμα. Με το που τα κατεβάζει η μελωδία ξεχύνεται από τα παιδικά λαρύγγια μας. "Ετίναξε την Ανθισμένη Αμυγδαλιά... " Ξάφνου τα χέρια του Σπόρου σταματούν τις αρμονικές, ρυθμικές κινήσεις τους και τινάζονται μπροστά δείχνοντας μία δεύτερη ομάδα μαθητών και αμέσως μια δεύτερη φωνή μπαίνει σε δράση. Τα μάτια μου είναι ορθάνοιχτα. Η ανυπομονησία μου έχει φθάσει στο κατακόρυφο. Και να που τα χέρια δείχνουν, επί τέλους και εμάς. Οι μπάσοι προστίθενται και μία φωνητική πανδαισία ακολουθεί... 

Μόλις τελειώνει το τραγούδι ο Σπόρος αναφωνεί απευθυνόμενος σε μένα: Μπράβο "Φαλάκρα" πολύ ωραία έδεσε! 
Βλέπετε ήμουν ο μόνος μη Φλωρινιώτης και όχι τόσο προικισμένος φωνητικά..."Πάμε πάλι, είπε, πριν έλθει ο Ζώλης "(φιλόλογος).

Τότε μόνο κοιτάξαμε στην ανοικτή πόρτα και παγώσαμε. Η κα Κοζάρη (η Μουσικός μας) και ο Γυμνασιάρχης κάθονταν και μας κοιτούσαν με έκδηλη ικανοποίηση...Τότε η γλυκύτατη κα Κοζάρη γύρισε και του είπε: Καταλάβατε τώρα κε Γυμνασιάρχα γιατί τους έβαλα 20αρια στα Μουσικά"... Και αποχώρησε ...

Το βράδυ στο μικρό, φτωχικό, ταβερνάκι που πηγαίναμε για κεμπάπια (μικρά κεφτεδάκια πεντανόστιμα), γινόταν το αδιαχώρητο από τους θαμώνες. Έρχονταν οι Φλωρινιώτες να σιγοτραγουδήσουν μαζί με τους πιτσιρικάδες με τις κιθάρες και το ακορντεόν!

Η βοή ήταν έντονη... Μα όταν ακούστηκε το "ετίναξα την ανθισμένη αμυγδαλιά" οι πάντες εσίγησαν. Θαρρείς και ήταν μία ιερή μυσταγωγία που οι καλλιεργημένοι Φλωρινιώτες δεν ήθελαν να διαταράξουν έστω και με ένα ψίθυρό τους. Γέμισε το ταβερνάκι με την αξεπέραστη μελωδία του ποιήματος του Δροσίνη που εκτόπισε τον καπνό και την τσίκνα από τα κεμπάπια...

Λίγο αργότερα η παρέα διέσχιζε τον Νέο Δρόμο στις παρυφές της Φλώρινας. Το χιόνι ψιλόπεφτε και όλη η πλάση ηρεμούσε. Ούτε το Λιοντάρι βρυχούσε εκείνη την παγωμένη νύχτα. Μόνο η χαρακτηριστική μυρωδιά του καιόμενου λιγνίτη από τα φτωχόσπιτα της πόλης προστίθετο στην φωταύγεια του χιονισμένου τοπίου.Εικόνα θαρρείς και ήταν βγαλμένη από παραμύθι...

Και ξαφνικά η μελωδία έσχισε την ησυχία της νύχτας:

"Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά,
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της". ...


Τώρα ήταν μια κανονική καντάδα, μπροστά σε κάποιο σπίτι , κάποιας κοπελιάς, ενός εκ της παρέας που καμάρωνε σαν... 
Καρούζο, ένα βήμα μπροστά από τους άλλους και συνέχιζε...

Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη από την κεφαλή

κι έτσι της μίλησα:

Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;


Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.



Έλα ντε! Γιατί βιαζόμασταν τόσο;

 Δημήτρης Γάκης 
Ιατρός