γράφει ο Κοσμάς Ρούφας 

Δυο αυτοσχέδια τέρματα, με μια μπλούζα στο ένα δοκάρι και μια πέτρα στο άλλο και μια ψιλοφθαρμένη μπάλα, αρκούσαν για να μας κάνουν ευτυχισμένους. Ο αγώνας βέβαια-για μας τους μικρούς έληγε πάντα άδοξα. 
Σήμερα όμως οι μεγάλοι, μας άφησαν να βάλουμε ένα γκολ, της τιμής. Το πανηγυρίσαμε όμως, τόσο έντονα, που στην συνέχεια μας βάλαν αλλά πέντε. Στο τέλος μας στόλισαν κιόλας σαν να μην έφτανε η συντριβή  με λόγια που αρμόζουν μόνο στους μεγάλους...

"Μην μας ξανακουνηθείτε σπόρια ", Να πάτε να πιείτε το γαλατάκι σας" και άλλα τέτοια. 
Εμείς καθισμένοι στο κράσπεδο,  με τον ιδρώτα να κάνει αυλακιές στα παιδικά προσωπάκια, ακούγαμε αμίλητοι.

 Ώσπου έπεσε η ιδέα..."Πάμε για σάντουιτς με κεμπάπια;"

Για πότε εμφανιστήκαμε με ένα 20δραχμο στην κωλότσεπη και με μια χωρίστρα στο μαλλί, ακόμα αναρωτιέμαι...

Τότε βέβαια δεν υπήρχαν ντιλίβερι, όπως και δεν έπαιζε το σενάριο να μας πάνε με το αυτοκίνητο, μπας και κουραστούμε. Άλλωστε αυτά τα χίλια διακόσια σαραντά έξι  βήματα, μέχρι το σάντουιτσάδικο του Σαράντη ήταν όλη η μαγεία. 

Το σάντουιτς ήταν ένα  λαχταριστό ψωμάκι, που το φύλαγε ο σαντουιτσάς σε πανέρι σκεπασμένο με πετσέτα για να  διατηρείται φρέσκο. Μέσα είχε αριστοτεχνικά τοποθετημένα τρία κεμπαπάκια λουσμένα με αραιωμένη μουστάρδα, ψιλοκομμένη  ντοματούλα και μπόλικο κρεμμύδι. Για τους πιο τολμηρούς υπήρχε και η επιλογή του μπούκοβου. Το σάντουιτς λοιπόν καταναλωνόταν,  σε τέσσερις δαγκωματιές, σε λιγότερο από δέκα δεύτερα. Αν τα κεμπάπια, μόλις είχαν βγει από την ψησταριά, ένιωθες ένα γλυκό κάψιμο στην κοιλιά. 

Τότε λοιπόν ερχόταν το βάλσαμο να ισορροπήσει την κατάσταση. Παγωμένο γάλα κακάο,  ΑΓΝΟ. Ο Σαράντης ήταν μαέστρος στο να τρυπάει το αλουμινένιο καπάκι και να βυθίζει μέσα το χρωματιστό καλαμάκι. Μονορούφι δεν μπορούσες να το πιείς, γιατί ένιωθες αυτόν τον πόνο στην μύτη σαν κάποιος να σου είχε ρίξει  μπουνιά. Στο τέλος πάντα μαλώναμε με το πλαστικό μπουκάλι, να μην μας κλέψει την τελευταία σταγόνα, την πιο γλυκιά. Με τέτοιο ρούφηγμα όμως, πάντα βγαίναμε νικητές... 

Αυτοί που είχαν ποδήλατα με τρακτερωτά λάστιχα, κρατούσαν το μπουκάλι του κακάο, για να το σφηνώσουν στο πίσω ρόδα, έτσι για τον θόρυβο. 

Ο δρόμος της επιστροφής, στην γειτονιά ήταν πιο μακρύς και πιο δύσκολος. Η αλήθεια είναι ότι  όλοι είχαν χώρο, για ένα ακόμη σαντουιτσάκι. 
Φυλάγαμε όμως την όρεξη για την επόμενη φορά. 

Ίσως στην κυριακάτικη βόλτα, στο κεντρικό, με τους γονείς, για ένα ακόμη σάντουιτς με από όλα, από τον Φώτη...