Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας, αποδεχόμενο την τιμητική πρόταση του Οργανισμού Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Πρεσπών Φλώρινας, διοργανώνει και σας προσκαλεί
στα εγκαίνια της εικαστικής έκθεσης
Γιάννης Μετζικώφ
«ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ»
την Πέμπτη 22.05.2025 και ώρα 19:00, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας, Ταγμ. Φουλεδάκη 8
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη - Σάββατο 18:00-21:00 και Κυριακή 11:00-13:00

Ναι, τα μάτια μου είναι ένα διάφανο, ολάνοιχτο παράθυρο της ανθρώπινης ψυχής. Μέσα σ’ αυτά, κάθε λέξη, κάθε συμβάν, κάθε μου εμπειρία και συμπεριφορά, το μείζον και έλασσον μιας καθημερινότητας, αναδύεται και μας προδίδει με στίγματα λύπης, αγάπης, ταραχής, πόνου, ευτυχίας, γαλήνης, με κάθε καλό ή δυσάρεστο συναίσθημα. Είναι οι καταδότες μας. Όλα μέσα στα βλέμματά μας καθρεφτίζονται.

Κάθε μου φόρτιση ψυχολογική, κάθε οδύνη, αδιέξοδο, εκεί ακουμπάει, στο πιο ισχυρό επικοινωνιακό μας εργαλείο, που αποτελεί την κορυφαία έκφραση του μύχιου εαυτού μας. Εκεί καταλήγει κάθε μας φόρτιση όταν ερωτευόμαστε, όταν αδιαφορούμε, μισούμε, θυμώνουμε, ικετεύουμε, ελπίζουμε ή αγαπάμε. Μιλάμε με τα μάτια.

Όλα, μα όλα, εκεί καταγράφονται, υγραίνοντας, φωτίζοντας, σκοτεινιάζοντας, χρωματίζοντας κι αναπτερώνοντας το βλέμμα μας. Ακόμα κι όταν νιώθουμε αμήχανοι, εγκλωβισμένοι μέσα σε μια κατάσταση που θέλουμε να αποφύγουμε, άλλο δεν κάνουμε από το να προφυλάξουμε αυθόρμητα το βλέμμα μας καρφώνοντάς το κάπου και υπομένοντας έτσι σιωπηλά τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα μέχρι ν’ αλλάξει.

Ανοίγω ένα συρτάρι. Όλο λέω πρέπει να τακτοποιήσω όλες αυτές τις φωτογραφίες. Κοιτάζω μία. Η μάνα μου κοπέλα μάς κοιτάζει γελώντας και μας δείχνει μια χούφτα κεράσια. Μας κοιτάζει με ένα βλέμμα γεμάτο λατρεία, τρυφεράδα και φροντίδα. Ελάτε, είναι πλυμένα. Πάνε αμέτρητα χρόνια που η μάνα μου δεν είναι πια κοντά μας. Τόση γλύκα, τόση μεγαλοσύνη, τέτοια καλοσύνη, χάθηκε σαν να ’ταν από άστρινο υλικό κι επέστρεψε στο σύμπαν που ανήκε, αφήνοντάς μου μονάχα το βλέμμα που τόσο αγάπησα σε μια παλιά φωτογραφία.

Κι ο πατέρας μου εδώ, με φίλους του. Δεν θέλει. Απλώνει το χέρι του για να μας εμποδίσει. Δεν βγαίνω ποτέ καλά, επαναλαμβάνει. Κι έπειτα στάθηκε μετά την τόση επιμονή μας, ντροπαλός κι ευθυτενής. Το βλέμμα του πράο, καθησυχαστικό, βαθύ, σκιαζότανε από τις φυλλωσιές της κρεβατίνας έτσι που τον έκαναν μυστηριώδη, έτσι όπως ήτανε κάποτε οι γόητες που παίζανε στις προπολεμικές αμερικανικές ταινίες. Ο όμορφος πατέρας μου, τα βλέμματα που αγάπησα, που με σημάδεψαν, βρίσκονται πια βαθιά κρυμμένα μέσα σε ένα αταχτοποίητο συρτάρι.

Αυτά τα πρόσωπα που ζωγραφίζω δεν υπάρχουν ή υπάρχουν μόνο μέσα μου. Είναι φαντάσματα και δεν τα βλέπω μόνα τους ποτέ, σέρνουν μαζί τους τη μνήμη ενός χαμένου κόσμου, σαν τις παλιές φωτογραφίες. Πρόσωπα που τα πλησιάζουνε τα χέρια τους, που μπλέκονται τα δάχτυλά τους κι αγγίζουν το ένα το άλλο, πρόσωπα που πάνω τους χρώματα αναβλύζουν απροσδόκητα από απρόσμενα σημεία, πρόσωπα που ψάρια κολυμπάνε πλάι στα χαρακτηριστικά τους, πουλιά, αηδόνια και κοράκια, κουρνιάζουν στον λαιμό και τις μασχάλες τους. Συνομιλούν, σαν να τους λένε πως μια πτήση, ένα πέταγμα από εδώ ίσαμε εκεί είναι κι η σύντομη ζωή μας. Κάτω και γύρω, φύλλα και καρπουδάκια βάζω να ’ναι σκορπισμένα, σα να ’ναι η φύση που έρχεται περπατώντας και μας ζώνει από παντού. Στέκω μπροστά στα βλέμματα ανθρώπων που ζωγράφισα κάποτε. Μάτια γλυκά και ήρεμα, σ’ ένα καθρέφτισμα ψυχής, βλέμματα οργισμένα, σκοτεινά, μυστηριώδη, κόρες βουβές που πλέουνε στα δάκρυα, μάτια που έχουν μέσα τους τον έναστρο ουρανό, μάτια σκληρά, μισόκλειστα, βλέμματα ντροπαλά, προκλητικά, βλέμματα όλο πάθος, μίσος, ελπίδα, χαρά, θλίψη και τρέλα.

Στα βλέμματά μας κατοικούν τα μυστικά μας. Ψάχνοντας πρόσωπα να ζωγραφίσω, ψάχνω συχνά να βρω ένα ίχνος, ένα σημάδι, ένα σημάδι χαρακτήρα, μία παραξενιά, μία σύσπαση, ένα μειδίαμα, μία ανταύγεια κάποιου συναισθήματος που σαν μικρό φως κάτι τού γαληνεύει, κάτι τού φωτίζει και τον κάνει έναν άνθρωπο ξεχωριστό.

Τα βλέμματα που ζωγραφίζω νιώθω πως, μες στην εκκωφαντική σιωπή τους, αλλάζουν όταν γίνουν ζωγραφιά και γίνονται λαλίστατα κι αποκαλυπτικά. Μ’ αρέσουν τα ερωτευμένα βλέμματα, γιατί εύκολα χάνεσαι μέσα τους, μεθυσμένος από τα αρώματα που αναβλύζουνε από τα γυμνά κορμιά κι αγκαλιάζουν όλες τις αισθήσεις.

Σ’ αυτές τις περιπέτειες του βλέμματος, αυτή η ανταλλαγή, το πηγαινέλα του ερωτισμού είναι ένα πραγματικά αθέατο παιχνίδι που διαδραματίζεται κρυφά, ένα παιχνίδι πλάνης και αποπλάνησης.

 

Γιάννης Μετζικώφ

Συχνά περνά ένα βλέμμα. Ένα βλέμμα επίμονο…

«Δεν υπάρχει συναίσθημα που το βλέμμα κάπως να μην εξωτερικεύει. Ακόμη και στην ιστορία της τέχνης που διδάχτηκα, το βλέμμα ήταν πάντοτε το ζητούμενο του ζωγράφου», απαντούσε έναν περίπου χρόνο πριν ο Γιάννης Μετζικώφ στην ερώτησή μου «γιατί το βλέμμα;» καθώς με ορμητικό ενθουσιασμό φανέρωνε και απίθωνε προς τέρψη του δικού μου βλέμματος τα σωθικά ετούτης της ενότητας στο δάπεδο του εργαστηρίου του. Χαρτιά ζωγραφισμένα επιδέξια με ελαφριές στιλπνές ύλες, με διαδοχικές διαφάνειες και χορογραφίες τολμηρών και εξαίσιων χρωμάτων. Πρόσωπα αινιγματικά που υπήρξαν ή που δεν υπήρξαν, ενδεδυμένα τρόπαια απόκρυφα: ράμφη, καπέλα, βέλα και φτερά, όστρακα, άνθη, φύλλα ή πουλιά, ψάρια και πεταλούδες. Χέρια-πυροτεχνήματα.Ζωγραφικές κηλίδες ώχρας και βιολέτας ή κοιτίδες μιας συναρπαστικής ασύντακτης ύπαρξης που ξεπηδούν από ένα αόρατο μα συμπορευόμενο σύμπαν. Γυναίκες και άνδρες διαφορετικών ηλικιών, αλλότριας συναισθηματικής συνθήκης, άγνωστης χρονολογίας και καταγωγής, μετέωρης ταυτότητας. Όντα αλλόκοτα του ονείρου, του θεάτρου και της νύχτας. Κι ανάμεσά τους, κάπου-κάπου,οι εστίες του βλέμματός τους: χορευτές, μάγισσες,  θεατρίνοιολόσωμοι ή ασώματα φαντάσματα μίας ουράνιας Comedia ή μίας ερεβώδους Κόλασης, μα και παλίμψηστα τεκμήρια μίας παλιννοστούσας μνήμης και τοπία αλληγορικά: λίμνες και δάση υγρά ή σκοτεινές κοιτίδες και ιστίαπλοίων ιπτάμενων από κάποιο αλλοτινό βαγκνερικόφασματοσκόπιο.

Είδα, έτσι, τότε, εκεί, κοντά του, να ξεδιπλώνονται από τα βάθη ενός κρυπτού αποθετηρίου, στιγμές και παύσεις και ιστορίες και πράξεις μίας σφοδρής και κατεπείγουσαςαποσταγμένηςαμεσότητας που δεν είχαν τρόπο άλλον κανένα να διατυπωθούν παρά μονάχα με ετούτη την παραληρηματική σχεδόν ζωγραφική του πράξη. Πράξη πνευματικής ενάργειας, συναισθηματικής ευκρίνειας, αισθητικής και ψυχολογικής εντάσεως και, κυρίως, προσωπικής εξομολογητικής δεινότητας. Και άσκηση ύφους, σκέψης, θεατρικής ενίοτε ανάμνησης μα και μονάκριβου ταλέντου του σπάνιου ετούτου μας ζωγράφου Μετζικώφπου ξετυλίγεται τώρα, μπροστά στα μάτια μας.

Στρέφοντας την κουβέντα στη Ζωγραφική, στον τρόπο με τον οποίο το βλέμμα μεταποιείται σταδιακά και ένσαρκα ενσταλάζεται σε εκείνη, στα πολύτιμα κοιτάσματα που τώρα παραδίδει, ο Μετζικώφ επιβεβαιώνει ότι πάντοτε η φυσιογνωμία ενός ανθρώπου μένει και εντυπώνεται στη σκέψη του. «Μπορώ», μου λέει «να θυμηθώ φυσιογνωμίες ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια. Έχω εγκαταλείψει ξαφνικά κηδεία της Μάνης γιατί δεν άντεξα την οδύνη των βλεμμάτων και έχω αλλάξει θέση στο κατάστρωμα ενός πλοίου γιατί δεν κατάλαβα ότι κοιτούσα επίμονα το βλέμμα αγνώστων. Τα επιμέρους χαρακτηριστικά κάθε προσώπου κουβαλούν πόνο, εμπειρία ζωής. Ό,τι το βιωματικό επιχειρήσαμε, εκεί το δίχως άλλο θα το βρούμε». Κι ύστερα εξηγεί ότι στα «ζωισμένα» πρόσωπα, χαράσσεται μία πορεία χαράς ή πένθους, αυτή ακριβώς που τον ενθουσιάζει και τον κινητοποιεί. «Όταν ζωγραφίζεις ένα πρόσωπο, συγχρόνως αφηγείσαι και την περιπέτεια μιας ολόκληρης ζωής», μου υπενθυμίζει, θίγοντας ταυτοχρόνως την απουσία της περιπέτειας αυτής, κάθε φορά που κάποια ή κάποιος άμετρα, από κοκεταρία ή αγωνία και φόβο γήρατος αποφασίζει να αναστρέψει απότομα τον χρόνο μέσω μιας αισθητικής, παραμορφωτικής συχνά παρέμβασης. «Αυτή ακριβώς η περιπέτεια ζωής που κάποιοι τη διαγράφουν, αποτελεί ένα θησαυροφυλάκιο αισθημάτων. Είναι οι χαρές και η θλίψη μας. Ένας ολόκληρος κόσμος που ο καθένας θα ήταν περήφανος να διηγηθεί».

«Το βλέμμα είναι ένα συναρπαστικό κεφάλαιο αφήγησης και στο θέατρο που τόσα χρόνια υπηρετώ. Με πόση, άραγε, πίστη,παρακολουθούμε το βλέμμα επί σκηνής; Τι σημαίνει,εδώ,βλέπω; Τι σημαίνει παράσταση για τον θεατή, που μαγεμένος συχνά παραβλέπει ότι βλέπει μια μίμηση, κάτι που δεν είναι αληθινό;.«Μην μου μιλάς, κοίταξέ με μονάχα στα μάτια», «προστάζει με τη σειρά του και στη ζωή ο ερωτευμένοςή ο επίμονα διεκδικών την όλη αλήθεια. Το βλέμμα μιλά για εμάς. Είναι η πιο αληθινή σύμπραξη και εκδήλωση αισθημάτων. Κι αυτό που εντέλει ο ίδιος νιώθω και ανακαλώ, είναι η ζωγραφική μου στην οποία μετουσιώνεται».

Στη μετουσίωση αυτή που καταθέτειο Μετζικώφ, βοηθά πολύ και το υλικό που βρίσκεται πάντα στην τσέπη του. Το μολύβι που λιώνει με το νερό, οι τέμπερες και οι ακουαρέλες. Τα ίδια τα συναισθήματατρέπονται σε ελαφρές ύλες και σε μικτή τεχνική, συνυπάρχουν αρμονικά στο χαρτί που με την ευκολία του μικρού του μεγέθους, ακολουθεί κάθε γεωγραφική μετατόπιση, κάθε οπτική επισήμανση, κάθε ψυχική μεταβολή του ζωγράφου, που επιχειρεί να ζωγραφίσει καταστάσεις που μοιάζουν φανταστικές και που και ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι εντέλει, δεν είναι. Το πιο ενδιαφέρον για εκείνον κατά τη διάρκεια της υλοποίησης αυτής της ενότητας, υπήρξε η συνεχής παρατήρηση του βλέμματος, του προσώπου, των χαρακτηριστικών που άλλαζαν κάθε στιγμή, καθώς, από άλλη γωνία, ή με το πέρασμα της ημέρας, χρωματίζονταν διαφορετικά. «Γίνονταν αλλιώτικα, ωραιότερα, σκληρότερα, καθώς το φως περνούσε από πάνω τους», περιγράφει ο ίδιος, συμπληρώνοντας: «παρόλο που έχω βαθιά αγάπη στα πρόσωπα που έχει σημαδέψει ο χρόνος, δεν μπορώ και να προσπεράσω τη δύναμη της ομορφιάς και της νεότητας. Εκεί που το φως φωτίζει ένα φιλντισένιο μάγουλο, ή εκεί όπου ένα ζευγάρι μάτια αποκτούν μέσα από ετούτο το φως μια αίσθηση και διαφάνεια νερού».

Ποιαείναι,άραγε,ηδιαφοράανάμεσαστα φωτεινά ετούτα μάτια που έχουν βλέμμα και στα μάτια εκείνα που δεν έχουν; «Ηδιαφοράαυτή,έχειόνομα: είναιηζωή. Ηζωή, ξεκινάεκείαπό όπουξεκινάτοβλέμμα», απαντά η AmélieNothomb.

 

                                                                                Ίρις Κρητικού

Αρχαιολόγος & Ιστορικός της Τέχνης
Επιμελήτρια της έκθεσης



 

                                                                              Το Διοικητικό Συμβούλιο

                                                                        της Στέγης Φιλοτέχνων Φλώρινας