Βιώσιμη Διαχείριση Απορριμμάτων

«Ένα άλλο μοντέλο είναι εφικτό»

 

Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν σε τοπικό επίπεδο οι αντιδράσεις για το προωθούμενο από την κυβέρνηση σχέδιο κατασκευής έξι μονάδων καύσης απορριμμάτων σε όλη τη χώρα, όπως αυτό περιγράφεται στη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που βρίσκεται σε διαβούλευση.

Εδώ και πολλά χρόνια και όχι όψιμα, ο οικολογικός χώρος, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, έχει τοποθετηθεί τεκμηριωμένα: η καύση απορριμμάτων δεν μπορεί να αποτελέσει κοινωνικά και περιβαλλοντικά αποδεκτή μέθοδο βιώσιμης διαχείρισης απορριμμάτων, ούτε στη χώρα μας ούτε στην περιοχή μας.

Η προτεινόμενη από την κυβέρνηση λύση, πέρα από τα προφανή περιβαλλοντικά ζητήματα, παρουσιάζει και τα παρακάτω στρατηγικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα:

·         Υψηλό κόστος: Η καύση αποτελεί μια πολύ ακριβή λύση για τους δήμους και τους πολίτες. Οι μονάδες «ενεργειακής αξιοποίησης» έχουν ιδιαίτερα υψηλό κόστος κατασκευής και λειτουργίας, που δεν χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και  οδηγεί σε σημαντικά οικονομικά βάρη. Αυτά θα κληθούν να επωμιστούν οι δημότες μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων των δήμων και εγγυημένων τιμών, αλλά και οι φορολογούμενοι πολίτες, καθώς οι μονάδες θα επιδοτηθούν ως έργα Α.Π.Ε. Το κόστος αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, εφόσον ενταχθεί η καύση στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων CO₂.

·         Επιχειρήματα χωρίς ρεαλισμό: Το σχέδιο για την κατασκευή έξι μονάδων (συνολικής χωρητικότητας 1,15 εκατ. τόνων) στηρίζεται στο επιχείρημα ότι η μέθοδος αυτή αποτελεί «μονόδρομο» για την επίτευξη του στόχου μείωσης της ταφής στο 10% έως το 2030, όπως προβλέπει ο Εθνικός Σχεδιασμός. Πρόκειται για έναν φιλόδοξο αλλά μη ρεαλιστικό στόχο που έθεσε η ίδια η κυβέρνηση, προκειμένου να «νομιμοποιήσει» ένα ακριβό και σπάταλο σχέδιο, τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ορίσει ως καταληκτικό έτος το 2035.

·         Αντίθεση με την κυκλική οικονομία: Η καύση αντιβαίνει στην ανακύκλωση και στη βιώσιμη διαχείριση απορριμμάτων. Δεδομένου ότι ο κυβερνητικός σχεδιασμός αφορά μονάδες δυναμικότητας περίπου 1,5 εκατ. τόνων, η επιλογή αυτή έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τις αρχές της κυκλικής οικονομίας. Ενώ οι εκπομπές CO2 από την καύσηείναι ισάξιες ή και μεγαλύτερες από αυτές του ορυκτού αερίου.

·         Ενεργειακή αξιοποίηση με όρους παραπλάνησης: Αν και οι μονάδες καύσης διαφημίζονται ως ενεργειακά έργα, στην πραγματικότητα αποτελούν έργα διαχείρισης απορριμμάτων και ως τέτοια πρέπει να αξιολογούνται. Ιδίως σε περιοχές όπως η Κοζάνη, όπου ήδη υλοποιούνται ενεργειακά έργα εκατοντάδων MW, είναι παράλογο να προωθούνται επιπλέον μονάδες καύσης. Ειδικά για τις τηλεθερμάνσεις, όπου συζητείται πιθανή αξιοποίηση της παραγόμενης ενέργειας, θα μπορούσε και θα έπρεπε να αξιοποιηθεί η ενέργεια από Α.Π.Ε. που ήδη εγκαθίστανται στην περιοχή, αντί να αναζητούνται λύσεις βασισμένες σε ορυκτά καύσιμα ή απορρίμματα.

·         Διαχείριση και έλεγχος. Ένα κρίσιμο ζήτημα είναι το πώς θα διασφαλιστεί ο κοινωνικός και περιβαλλοντικός έλεγχος. Ποιος θα είναι ο ρόλος των ΦΟΔΣΑ και των Δήμων σε αυτή τη διαδικασία; Πρόκειται για ερωτήματα ουσίας, στα οποία το αρμόδιο Υπουργείο μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει σαφείς απαντήσεις.

Η εναλλακτική στο σχέδιο καύσης απορριμμάτων δεν μπορεί να εξαντλείται σε ένα στείρο «ΟΧΙ». Χρειάζεται η υιοθέτηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ZeroWaste, που θα επενδύει στην πρόληψη, την ανακύκλωση, την κομποστοποίηση και την επαναχρησιμοποίηση. Ένα τέτοιο σχέδιο προϋποθέτει, ρεαλιστικούς στόχους, χρηματοδότηση, υποδομές και επενδύσεις, αλλά κυρίως ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ πολιτείας, τοπικής αυτοδιοίκησης και κοινωνίας, ώστε να μη μείνει μόνο στα χαρτιά, με τα απορρίμματα να καταλήγουν τελικά σε ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ. Εννοείται πως και στο θέμα της διαχείρισης των απορριμμάτων δεν υπάρχουν εύκολες ή μαγικές λύσεις.

Τέλος, είναι θετικό ότι η κοινωνία αντιδρά, μαζί με φορείς και τοπικές οργανώσεις. Ωστόσο, είναι αντιφατικό από τη μία να καταδικάζεται –και ορθά– η καύση για τις περιβαλλοντικές της συνέπειες, ενώ από την άλλη, σε ορισμένες περιπτώσεις, να υποστηρίζεται η συνέχιση του λιγνίτη, ο οποίος έχει αποδεδειγμένα μεγαλύτερες επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην υγεία των ανθρώπων και στο κλίμα. Σε κάθε περίπτωση, η επίκληση της προστασίας του περιβάλλοντος δεν μπορεί να γίνεται «à lacarte».

 

Λευτέρης Ιωαννίδης